- ἐνέβαλεν
- ἐμβάλλωthrow inaor ind act 3rd sgἐνέβᾱλεν , ἐμβάλλωthrow inaor ind act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въложити — ВЪЛОЖ|ИТИ (259), ОУ, ИТЬ гл. 1. Поместить, вложить внутрь чего л.: аште въложиши || ѹгль огньнъ. [в сосуд] исѹшѩѥть и пожьжеть влагѹ и очиштѩють. Изб 1076, 208–208 об.; и въложьше [его] въ корабль. СкБГ XII, 16б; и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ARGOLAE ophiomachi — serpentum genus, quos ex Arg Pelasgico in Aegyptum ab Alexandro translatos, ut aspides interficerent, fabulantur. Suidas Α᾿ργόλαι εἶδος ὄφεων, οὕς ἤνεγκε Μακεδὼν ὁ Α᾿λέξανδρος εν τοῦ Α῎ργους τοῦ Πελασγικοῦ εἰς Α᾿λεξάνδρειαν καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ … Dictionary of Greek
σάγμα — το, ΝΜΑ, και σάχμα Α κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ) νεοελλ. καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται… … Dictionary of Greek
'νέβαλεν — ἀνέβαλεν , ἀναβάλλω throw up aor ind act 3rd sg ἀνέβᾱλεν , ἀναβάλλω throw up aor ind act 3rd sg (doric) ἐνέβαλεν , ἐμβάλλω throw in aor ind act 3rd sg ἐνέβᾱλεν , ἐμβάλλω throw in aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)